ενέστιος

ενέστιος
ἐνέστιος, -ον και ἐνίστιος, -ον (Α) [εστία]
1. αυτός που βρίσκεται πάνω στην εστία, στο θυσιαστήριο
2. το ουδ. ως ουσ. ἐνέστιον (ενν. θύμα)
το σφάγιο, το θύμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κἀνέστιος — ἀνέστιος , ἀνέστιος without hearth and home masc/fem nom sg ἐνέστιος , ἐνέστιος offered at the public hearth masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εστία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία (ε. κωνικής τομής) και στην οπτική (ε. ενός οπτικού συστήματος). Στη γεωμετρία, ένα σημείο F του επιπέδου μιας κωνικής τομής Κ ονομάζεται: μία ε. της Κ, εάν και μόνο εάν, για κάθε σημείο Μ = (x,ψ) της Κ η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”